- παιδευτικῶς
- παιδευτικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδευτικός — ή, ὁ (Α παιδευτικός, ή, όν) [παιδευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παίδευση, μορφωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η παιδευτική η παιδαγωγική νεοελλ. ο σχετικός με ταλαιπωρία, βασανιστικός αρχ. 1. ο σχετικός με τιμωρία, σωφρονιστικός 2. ο… … Dictionary of Greek
наказаньнѣ — (1*) нар. Назидательно, поучительно: ѥже ѡного искусившю. кто ли сповѣдати ѡбрадованѣ. и кто ли посварити наказаньнѣ. (παιδευτικῶς) ГБ XIV, 170б. Ср. ненаказаньнѣ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)